ἐξισώσεως

ἐξισώσεως
ἐξισώσεω̆ς , ἐξίσωσις
equalization
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διερεύνηση — η (AM διερεύνησις) [διερευνώ] λεπτομερής έρευνα ή εξέταση νεοελλ. 1. μελέτη σε βάθος, από κάθε άποψη 2. φρ. «διερεύνηση εξισώσεως» θεωρητική εξέταση τών όρων τής εξισώσεως και τών διαφόρων λύσεων στις οποίες οδηγούν οι υποθέσεις που διατυπώνονται …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”